- λοίτος
- λοῑτος, -α, -ον (Α)(αιολ.τ.) αγνός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… … Dictionary of Greek
leit(h)-2 — leit(h) 2 English meaning: to go out; die; go Deutsche Übersetzung: “fortgehen; sterben; gehen” Material: Av. raēϑ “die” (present iriϑyeiti); Goth. ga leiÞan “go”, O.N. līða st. V. “go, vergehen, dahinschwinden, verlaufen, to end… … Proto-Indo-European etymological dictionary